Η θεσμική μνήμη, οδηγός δημοκρατικής ρύθμισης των εκλογικών ζητημάτων

Σε εκλογικά διδάγματα της θεσμικής και ιστορικής μνήμης, καθώς και στη σημασία του δημοκρατικού διαλόγου εντός μιας Διακομματικής Επιτροπής, εστίασε ο Βουλευτής Κοζάνης του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, Πάρις Κουκουλόπουλος, κατά την ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής επί του Νομοσχεδίου του Υπουργείου Εσωτερικών περί επιστολικής ψήφου.

Εισαγωγικά, ανέφερε ότι «η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία είναι η καλύτερη περίοδος της Νεότερης Ιστορίας μας. Από το 1974 και έπειτα, αφήσαμε πίσω μια μακρά περίοδο πολιτικής ανωμαλίας, στην όποια συμμετείχαν, εκτός από εκτροπές του πολιτεύματος, καλπονοθείες, εκλογικοί αιφνιδιασμοί, παράλογα εκλογικά συστήματα. Ειδικά για τον εκλογικό νόμο, η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία κατάφερε να βρει το δρόμο της ουσιαστικά το 2004, όταν ψηφίστηκε ο νόμος 3231, ο ουσιώδης πυρήνας του οποίου ως προς τον προσδιορισμό της κατανομής των εδρών στα κόμματα, δεν έχει αλλάξει, παρά τις επιμέρους αλλαγές που μεσολάβησαν. Έχουμε επιτύχει δεδομένα πολιτικής κανονικότητας, συνεπώς όταν μιλάμε για εκλογικούς νόμους, θα πρέπει να έχουμε πιο χαμηλούς τόνους. Δεν προσφέρει τίποτα στο διάλογο η αλαζονεία».

Εν συνεχεία, υπενθύμισε ότι «με το ν.2623/1998, επί Υπουργίας Αλέκου Παπαδόπουλου, τα δημοτολόγια μετατράπηκαν σε εκλογικούς καταλόγους. Από εκεί ουσιαστικά αντλούν το δικαίωμά τους οι απόδημοι, ως εγγεγραμμένοι στα δημοτολόγια, να ψηφίζουν. Ήρθε στη συνέχεια η αναθεώρηση του 2001, επί Πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη, με Εισηγητή τον Ευάγγελο Βενιζέλο και Πρόεδρο της Επιτροπής τον Φοίβο Ιωαννίδη, με συναινετικό τρόπο να εισάγει την πρόβλεψη περί επιστολικής ψήφου ιδιαίτερα για τους απόδημους, αλλά και ως δυνατότητα γενικότερα».

Ο Π. Κουκουλόπουλος περιέγραψε την Τροπολογία που επεκτείνει την επιστολική ψήφο και στις εθνικές εκλογές, ως «αιφνιδιαστική και απαράδεκτη, χωρίς κανέναν διάλογο, χωρίς καμία ενημέρωση», υπογραμμίζοντας ότι «δεν μπορεί να ρυθμίζεις με “βίαιο” τρόπο εκλογικά ζητήματα. Στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής ασκήσαμε με έμφαση κριτική στη μη λειτουργία της Διακομματικής Επιτροπής. Αν θες να ρυθμίσεις τα ζητήματα πραγματικά συναινετικά, δίνεις διαρκή χαρακτήρα στη Διακομματική Επιτροπή. Αυτό είναι το πολιτικό ζήτημα. Το θέμα που είχαμε να ρυθμίσουμε, δηλαδή η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους αποδήμους, από τη γενιά του brain drain, θα  μπορούσε να είναι “πεδίον δόξης λαμπρό” για τη Διακομματική Επιτροπή, με τρόπο συναινετικό και σοβαρό».

Για την αποχή, εκτίμησε πως «πρέπει να κρατάμε “μικρό καλάθι”», αναφερόμενος σε «χώρες που έχουν καθιερώσει πολύ πριν από εμάς την επιστολική ψήφο, αλλά δεν έχουν ζηλευτές επιδόσεις στο ζήτημα της συμμετοχής, όπως όσα συμβαίνουν στη Γαλλία».

«Πραγματική αιτία αποστασιοποίησης των πολιτών και ταυτόχρονης ενίσχυσης των άκρων, είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα. Και αυτό που υποσκάπτει την εμπιστοσύνη, είναι οι ανισότητες. Όταν συσσωρεύονται πρωτοφανή κέρδη από τις τράπεζες, τους τεχνολογικούς κολοσσούς, τους ενεργειακούς “γίγαντες”, όταν η μεσαία τάξη και τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα συμπιέζονται, η εμπιστοσύνη μειώνεται, οι αποστάσεις μεγαλώνουν και έχουμε αυτά τα αποτελέσματα», επισήμανε.

Στη διάρκεια της ομιλίας του, ανέδειξε ενδεικτικά σημεία που διαφοροποιούν τις εθνικές εκλογές από τις ευρωεκλογές και εγείρουν προβληματισμό. Ως μεγάλη διαφορά, σημείωσε τις προθεσμίες, καθώς οι ευρωεκλογές είναι γνωστό εδώ και πολλούς μήνες ότι θα γίνουν 9 Ιουνίου, ενώ οι εθνικές εκλογές μπορεί να προκηρυχθούν π.χ. αύριο και να διεξαχθούν με τη συντομότερη συνταγματική προθεσμία των 21 ημερών. «Ποιος και πως προλαβαίνει να υλοποιήσει όλα όσα απαιτούνται, όταν το ψηφοδέλτιο επικρατείας, στην περίπτωση των συντετμημένων προθεσμιών, κατατίθεται στον  Άρειο  Πάγο μια εβδομάδα πριν τις εθνικές εκλογές;» αναρωτήθηκε χαρακτηριστικά. Πρόσθεσε, επίσης, τη διάσταση της δημοτικότητας που εξακολουθούν να έχουν οι απόδημοι, παρά τον διαφορετικό τόπο κατοικίας τους, με τα θέματα που πιθανώς εγερθούν για την προσμέτρηση ή μη των ψήφων τους στην εκλογική τους περιφέρεια.

«Όλα αυτά είναι ζητήματα ενός ενδιαφέροντος διαλόγου που θα έπρεπε να κάνει μια Διακομματική Επιτροπή, με στοιχειώδη άνεση χρόνου. Έτσι ρυθμίζονται τα θέματα στη Δημοκρατία, όχι όπως τα ρυθμίζει η Κυβέρνηση μ’ έναν υποδειγματικά κακό τρόπο νομοθέτησης. Όταν χάνει η Δημοκρατία, τότε υπάρχει πρόβλημα και για την Κυβέρνηση και για την Αντιπολίτευση, συνολικά για το πολιτικό σύστημα και, τελικά, για τον Ελληνικό Λαό», τόνισε στο πέρας της τοποθέτησής του.